-
1 ἀριδείκετος
ἀρῐ-δείκετος, ον,A famous, glorious: in Hom. mostly c. gen.,ἀριδείκετος ἀνδρῶν Il. 11.248
, al.; alsoυἱὸν.. ἀριδείκετον εἶναι Od.11.540
;ἀ. τέκνα Hes.Th. 385
;ἀριδείκετε δαῖμον Orph.Fr. 155
; of things, σκῆπτρον ib. 101.II clear, distinct, Emp.20.1. (Metr. lengthd. for ἀρι-δέκ-ετος, cf. Lat. decus.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριδείκετος
-
2 αριδεικετος
-
3 ἀρι-δείκετος
ἀρι-δείκετος, sehr gezeigt, ausgezeichnet; Ἀλκίνοε κρεῖον, πάντων ἀριδείκετε λαῶν, ausgezeichnet unter dem ganzen Volke, Od. 8, 382. 401. 9, 2. 11, 355. 378. 13, 38; Περσῆα πάντων ἀριδείκετον ἀνδρῳν Iliad. 14, 320; Κόων ἀριδείκετος ἀνδρῶν 11, 248; ohne gen. γηϑοσύνη ὅ οἱ υἱὸν ἔφην ἀριδείκετον εἶναι Od. 11, 540; – Hes. Th. 543.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский